- συγκρίτης
- συγκρίτηςjudge's assessormasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκρίτης — και δωρ. τ. συγκρίτας, ὁ, Α [συγκρίνω] δικαστικός πάρεδρος. ο, Ν [συγκρίνω] 1. (γεωδ·) όργανο για την ακριβή μέτρηση ενός μεγέθους, η οποία γίνεται με σύγκριση τού μεγέθους αυτού με ένα πρότυπο μέτρο 2. (φωτογραμμ.) οπτικό όργανο για την ακριβή… … Dictionary of Greek
συγκρίτου — σύγκριτος compact masc/fem/neut gen sg συγκρίτης judge s assessor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)